πελαγοδρόμος

πελαγοδρόμος
πελᾰγο-δρόμος, ον,
A sailing on the sea, Orph.H.74.5 ; flying over the sea,

ἱέραξ PMag.Par.1.2590

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πελαγοδρόμος — sailing on the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγοδρόμος — (pelagodroma). Γένος στεγανόποδων πτηνών της οικογένειας των προκελλαριιδών, που ζουν στις Nότιες θάλασσες. Έχουν μακρύ σώμα και γκριζόλευκο πτέρωμα και εκτελούν μικρές πτήσεις πάνω από τη θάλασσα. Το είδος π. ο θαλάσσιος, γνωστός ως φρεγάτα, ζει …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρόμον — πελαγοδρόμος sailing on the sea masc/fem acc sg πελαγοδρόμος sailing on the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγοδρομία — η [πελαγοδρόμος] 1. η ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, απεραντολογία, σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρομώ — πελαγοδρομῶ, έω, ΝΑ [πελαγοδρόμος] πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ νεοελλ. μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ …   Dictionary of Greek

  • πελαγόπλους — ουν, Μ αυτός που πλέει στο πέλαγος, που διαπλέει την ανοιχτή θάλασσα, πελαγοδρόμος, θαλασσοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + πλοῦς (< πλέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”